διπλασιαστικός

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλᾰσιαστικός Medium diacritics: διπλασιαστικός Low diacritics: διπλασιαστικός Capitals: ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diplasiastikós Transliteration B: diplasiastikos Transliteration C: diplasiastikos Beta Code: diplasiastiko/s

English (LSJ)

διπλασιαστική, διπλασιαστικόν, of or for doubling, Alex.Aphr. in Metaph.756.24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que multiplica por dos, δυάς Alex.Aphr.in Metaph.756.24, cf. Dam.in Prm.168.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διπλασιαστικός, -ή, -όν) διπλασιάζω
αυτός που προκαλεί διπλασιασμό ή συντελεί σ' αυτόν.

German (Pape)

ή, όν, zum Verdoppeln geneigt, Sp.