διύλιση

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

η (AM διύλισις)
ο καθαρισμός υγρού με διήθηση ή απόσταξη
νεοελλ.
ο καθαρισμός ή εξευγενισμός μιας πρώτης ύλης για να παραληφθούν χρήσιμα προϊόντα.