δοξολογία
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ἡ, glorification, eulogy, hymn of praise, gloria, prayer of praise to God, laudation, Iamb.Myst.2.10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 alabanza, glorificación de un dios, Iambl.Myst.2.10, esp. en lit. crist. ἐν τῇ θείᾳ δοξολογίᾳ Apoll.Fid.Sec.Pt.31, cf. Ath.Al.M.25.217C, διὰ τὴν ἄνω ἀκήρατον δοξολογίαν Epiph.Const.Haer.40.4.8, ὕμνους δοξολογίας ἀναπέμπων IGLS 21(4).63.9 (Petra V d.C.), c. gen. obj. Χριστοῦ Afric.Ep.Arist.1 (p.56.8), ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ δ. Eus.HE 10.4.65, τῆς θεότητος Epiph.Const.Haer.26.10.11, cf. Basil.Hex.8.7, c. giro prep. ἡ πρὸς τὸν δεσπότην θεὸν ... δ. Iust.Nou.137.6 proem., c. gen. subjet. τὴν δοξολογίαν αὐτῆς (τῆς κτίσεως) οὐ προσίεται no admite que (la creación) lo glorifique Didym.Eun.M.29.689A, cf. Origenes Or.14.2, Gr.Nyss.Eun.1.466, Proteu.13.1, Seuerian.Cent.34, τοῦ πλήθους τῆς στρατιᾶς τῶν ἀγγέλων Cosm.Ind.Top.3.60.
2 crist. gloria, alabanza al Señor, doxología τὰ ἐν οὐρανῷ πάντα πλήρη τυγχάνει τῆς δοξολογίας αὐτοῦ (τοῦ θεοῦ) Eus.DE 7.1 (p.299), ἡ τοῦ θεοῦ λόγου ἔνσαρκος δ. Epiph.Const.Haer.69.36.1, cf. Bas.Sel.Or.M.85.336B.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, das Rühmen, K. S.
Greek Monolingual
η (AM δοξολογία)
δοξαστικός ύμνος προς τον θεό
μσν.- νεοελλ.
1. τελετή επίσημη κατά την οποία ψάλλονται δοξαστικοί ύμνοι
2. φρ. «Μεγάλη Δοξολογία» — ο αγγελικός ή εωθινός ύμνος που αρχίζει με τον στίχο «Δόξα σοι τῷ δείξαντι το φῶς» (Λουκ. β' 14) και ψάλλεται ή αναγινώσκεται στο τέλος του όρθρου και στο απόδειπνο της ορθόδοξης Εκκλησίας.