ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Full diacritics: δορῐκός | Medium diacritics: δορικός | Low diacritics: δορικός | Capitals: ΔΟΡΙΚΟΣ |
Transliteration A: dorikós | Transliteration B: dorikos | Transliteration C: dorikos | Beta Code: doriko/s |
δορική, δορικόν, of skin or hide, ἱμάτια Hp.Nat.Puer.24.
δορικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ δέρματος ἢ δορᾶς κατεσκευασμένος, ἱμάτια Ἱππ. 243. 39.
δορικός, -ή, -όν (Α)
ο κατασκευασμένος από δέρμα.