δρακοντοειδής
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
English (LSJ)
δρακοντοειδές, snake-like, ὄφεις δ. τὴν κεφαλήν Peripl.M.Rubr.55. Adv. δρακοντοειδῶς, ῥεῖν to have a serpentine course, Str. 9.3.16.
Spanish (DGE)
-ές
1 semejante a una serpiente, serpentino de ciertas anguilas ὄφεις ... βραχύτεροι καὶ δρακοντοειδεῖς τὴν κεφαλήν Peripl.M.Rubri 55, Ἄμμων Ps.Callisth.2.4E, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).195.3, ἡ παρεγκεφαλίς Hippol.Haer.5.17.11
•crist. del demonio, Basil.M.31.1681B
•en diversas sectas crist., de ciertos poderes celestiales favorables εἶναι δρακοντοειδῆ τὸν ἄρχοντα τὸν κατέχοντα τὸν κόσμον entre los gnósticos, Epiph.Const.Haer.26.10.8, entre los ofitas, Hippol.Haer.5.17.11, cf. Origenes Cels.6.30
•propio de la serpiente τὰ δρακοντοειδῆ συρίγματα Epiph.Const.Haer.30.25.4.
2 adv. -ῶς a la manera de una serpiente, de modo serpenteante de la corriente del Cefiso (ῥέει) σκολιῶς καὶ δ. Theopomp.Hist.385, τὸ δὲ πνεῦμα δ. περὶ τὸ ᾠὸν ... περισφίγγειν ... τὴν φύσιν Epiph.Const.Haer.8.1.2.
German (Pape)
[Seite 664] ές, drachen-, schlangenartig, Sp. – Adv., δρακοντοειδῶς καὶ σκολιῶς ῥεῖν, von Schlangenwindungen eines Flusses, Strab. IX, 424.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντοειδής: -ές, ὅμοιος δράκοντι· ἐπίρρ. δρακοντοειδῶς ῥεῖν, ἔχει ῥοῦν ὀφιοειδῆ, Στράβ. 424.
Greek Monolingual
-ές (AM δρακοντοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με δράκοντα, με φίδι.