δρασματικός
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
δρασματική, δρασματικόν, = δραστήριος, Cat.Cod.Astr.2.165.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
enérgico, potente τὰ γὰρ ἀρρενικά τῶν ζῳδίων ... δρασματικά op. ἀδρανής Vett.Val.374.17.