δραχμιαίος

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο και -ιος, -ια, -ιο (AM δραχμιαῖος, -α, -ον και δραχμαῖος, -α, -ον και δραχμήιος, -ια, -ον)
1. αυτός που έχει αξία μιας δραχμής
2. αυτός που ζυγίζει μια δραχμή.