δυαδικός
English (LSJ)
δυαδική, δυαδικόν, (δύο) of or for the number two, Plu.2.1025d; opp. μοναδικός, Dam.Pr.119; δ. πᾶσα πρόοδος ib.47. Adv. δυαδικῶς Procl.in Prm.p.915 S., Herm. in Phdr.p.151A.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 binario, diádico, que consiste en dos δυαδικὴ ... πᾶσα πρόοδος a partir de la mónada, Dam.Pr.47, cf. 119 (p.147), τὸ τῆς δυαδικῆς καὶ ἀορίστου μερίδος ... εἶδος Plu.2.1025d.
2 adv. -ῶς diádicamente, de forma dual περιέχει πάντα τὰ γένη ... δ. ἄλλη τις τάξις otro tipo de orden comprende todos los géneros de manera dual Procl.in Prm.1175, Herm.in Phdr.151.
German (Pape)
[Seite 671] zur Zweizahl gehörig; μερίς Plut.
Russian (Dvoretsky)
δυᾰδικός: двойной или парный (μερίς, sc. σώματος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυᾰδικός: -ή, -όν, (δύο) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ἀριθμὸν δύο, Πλούτ. 2. 1025C. ― Ἐπίρρ., δυαδικῶς Πρόκλ. εἰς Παρμ. Πλάτ. σ. 915 (Stallb. Τίμ. 208 (Βασιλ.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυαδικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αριθμό δύο.