δυναμερός

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνᾰμερός Medium diacritics: δυναμερός Low diacritics: δυναμερός Capitals: ΔΥΝΑΜΕΡΟΣ
Transliteration A: dynamerós Transliteration B: dynameros Transliteration C: dynameros Beta Code: dunamero/s

English (LSJ)

ά, όν, potent, of drugs: hence as substantive, φυσικὰ δυναμερά, title of work by Ps.-Bolus, Suid. s.v. Βῶλος, cf. Archig. ap. Aët. 3.114.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναμερός, -ά, -όν)
1. δυνατός, ισχυρός
2. (για υποστήριγμα) αυτός που έχει αντοχή
αρχ.-μσν.
(για φάρμακο) ισχυρός, τονωτικός.