δυσαντοφθάλμητος

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαντοφθάλμητος Medium diacritics: δυσαντοφθάλμητος Low diacritics: δυσαντοφθάλμητος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΟΦΘΑΛΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dysantophthálmētos Transliteration B: dysantophthalmētos Transliteration C: dysantofthalmitos Beta Code: dusantofqa/lmhtos

English (LSJ)

δυσαντοφθάλμητον, hard to resist, Plb.22.8.13.

Spanish (DGE)

-ον
cuya contemplación es difícil de soportar, que es difícil mirar directamente glos. a ἤνοψ Apollon.Lex.s.u. ἤνοπα, fig. (δωρεά) ἔχειν τι δυσαντοθφάλμητον διὰ τὸ πλῆθος τῶν ... χρημάτων tener (el regalo) algo de irresistible por la magnitud de las riquezas Plb.22.8.13.

German (Pape)

[Seite 676] schwer anzusehen; τῶν χρημάτων Pol. 23, 8, 13, nämlich ohne davon bestochen zu werden.

Russian (Dvoretsky)

δυσαντοφθάλμητος: на которого невозможно (безнаказанно) взглянуть, т. е. соблазнительный (sc. χρήματα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσαντοφθάλμητος: -ον, = δυσαντίβλεπτος, Πολύβ. 23. 8, 13.

Greek Monolingual

δυσαντοφθάλμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα περιφρονείται ή απορρίπτεται («δοκούσης αὐτῆς [της δωρεάς] ἔχειν τι δυσαντοφθάλμητον διὰ τὸ πλῆθος τῶν προτεινομένων χρημάτων», Πολύβ.).