δυσετηρία

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσετηρία Medium diacritics: δυσετηρία Low diacritics: δυσετηρία Capitals: ΔΥΣΕΤΗΡΙΑ
Transliteration A: dysetēría Transliteration B: dysetēria Transliteration C: dysetiria Beta Code: dusethri/a

English (LSJ)

ἡ, (ἔτος) bad season, Poll.1.52.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
mal año, año de mala cosecha Poll.1.52, γενέσθω ὑμῖν ἡ δ. τῆς πνευματικῆς εὐετηρίας ὑπόθεσις que este mal año se convierta para vosotros en ocasión de buen año espiritual ref. un año de malas cosechas, Thdt.Ep.Sirm.23.

German (Pape)

[Seite 680] ἡ, Mißjahr, Poll. 1, 52.

Greek (Liddell-Scott)

δυσετηρία: ἡ, (ἔτος) δυστυχές ἔτος, «κακὴ χρονιά»· ἀντίθετον εὐετηρία. Πολυδ. Α΄, 52.

Greek Monolingual

δυσετηρία, η (Α)
κακή χρονιά.