δυσκολοδιάβατος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τον περάσει κανείς, ο δυσδιάβατος
2. αυτός που δύσκολα υποφέρεται («δυσκολοδιάβατη ζωή»)
3. αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται («δυσκολοδιάβατος καημός»).