δυσκολοδιάβατος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τον περάσει κανείς, ο δυσδιάβατος
2. αυτός που δύσκολα υποφέρεται («δυσκολοδιάβατη ζωή»)
3. αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται («δυσκολοδιάβατος καημός»).