είδαρ

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

εἶδαρ, το (Α)
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί του έδ-Fαρ < έδω
πρβλ. «έδαρ- βρώμα» (Ησύχ.). Η λ. εμφανίζει επίθημα -wr (πρβλ. αρχ. ινδ. vy-ad-vara- «αδηφάγος»)].