εγγραφή

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐγγραφή)
η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο του ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος
νεοελλ.
1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή συνδρομητών»)
2. καταχώριση συναλλαγών σε λογιστικά βιβλία
3. μηχανική, οπτική, μαγνητική εγγραφή ήχου σε δίσκο, μαγνητική ταινία κ.λπ.
αρχ.
1. καταγραφή στα δημόσια αρχεία
2. χάραξη επιγραφής
3. η καταγραφή όσων καταδικάστηκαν σε πρόστιμο πάνω στους ειδικούς πίνακες της Ακρόπολης.