εγκάθετος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐγκάθετος, -ον)
αυτός που επίτηδες τοποθετήθηκε κάπου για να χρησιμοποιηθεί στην κατάλληλη στιγμή, βαλτός
αρχ.
θετός γιος.