εγωισμός

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

ο
1. υπερβολική αγάπη κάποιου για τον εαυτό του, φιλαυτία
2. προσωπική φιλοτιμία
3. περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. egoisme < λατ. ego)].