εγωισμός

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

ο
1. υπερβολική αγάπη κάποιου για τον εαυτό του, φιλαυτία
2. προσωπική φιλοτιμία
3. περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. egoisme < λατ. ego)].