εδωδός

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

ἐδωδός, -όν (Α)
λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε βάσει του εδωδή (πρβλ. αγωγός, αγωγή)].