εθνικισμός
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
1. αντίληψη, στάση και συμπεριφορά αποκλειστικής και καθ' υπερβολήν προσήλωσης στα εθνικά ιδεώδη, συχνά σε συνδυασμό με προσπάθεια για επικράτηση του ιδίου έθνους και για εδαφική επέκτασή του
2. εθνισμός
3. (οικον.) πολιτική που αποσκοπεί στην οικονομική αυτάρκεια μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. nationalism). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αναστ. Πολυζωίδη].