εισπνοή

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

η (AM εἰσπνοή)
εισαγωγή αέρα ή άλλων ουσιών στους πνεύμονες με την αναπνοήεισπνοή οξυγόνου»)
νεοελλ.
η διεύρυνση τών πνευμόνων και του θώρακα κατά την αναπνοή.