εκδύω
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
Greek Monolingual
και εκδύνω και εκγδύνω (AM ἐκδύω και ἐκδύνω)
1. αφαιρώ τα ρούχα ή το περίβλημα, γδύνω
2. αποστερώ
3. μέσ. γδύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου
αρχ.-μσν.
χάνω, αποβάλλω
μσν.
1. ληστεύω, λεηλατώ
2. (για πλοία) ξαρματώνω
3. (για πόλη) αδειάζω
4. μέσ. στερούμαι
5. παραιτούμαι
αρχ.
1. διαφεύγω
2. πηγαίνω έξω από κάτι («ἐκδύς μεγάροιο», Οδ.).