εκζητώ
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐκζητῶ)
αναζητώ, ζητώ να βρω
νεοελλ.
1. αναζητώ κάτι ασυνήθιστο για να το χρησιμοποιήσω
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεζητημένος
επιτηδευμένος, προσποιητός
αρχ.-μσν.
επιθυμώ
μσν.
1. παρακαλώ
2. επιδιώκω, γυρεύω
αρχ.
1. ζητώ την απόδοση δικαιοσύνης
2. εξετάζω, ρωτώ.