εκκλησίασμα

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

το
1. εκκλησιασμός
2. το σύνολο τών εκκλησιαζομένων, αυτών που μετέχουν σε ιερή ακολουθία.