εκκλησίασμα

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

το
1. εκκλησιασμός
2. το σύνολο τών εκκλησιαζομένων, αυτών που μετέχουν σε ιερή ακολουθία.