εκκλησιασμός

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἐκκλησιασμός)
νεοελλ.
το να εκκλησιάζεται κανείς, να μετέχει στη Θεία Λειτουργία
αρχ.
συνέλευση του λαού.