εκλανθάνω

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source

Greek Monolingual

ἐκλανθάνω (Α)
1. ξεφεύγω εντελώς από την προσοχή κάποιου
2. κάνω κάποιον να ξεχάσει
3. (μέσ. και παθ.) ἐκλανθάνομαι
ξεχνώ, λησμονώ εντελώς.