ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
η (AM ἐκμάθησις)πλήρης μάθηση, το να μαθαίνει κάποιος πολύ καλά κάτιαρχ.1. αποστήθιση2. διδασκαλία.