εκμάθηση

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκμάθησις)
πλήρης μάθηση, το να μαθαίνει κάποιος πολύ καλά κάτι
αρχ.
1. αποστήθιση
2. διδασκαλία.