εκπαίδευση
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
η
1. η συστηματική παροχή γνώσεων, η ανάπτυξη δεξιοτήτων και η διάπλαση του χαρακτήρα τών παιδιών, τών νέων, τών μαθητευομένων
2. το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης, η απόκτηση γνώσεων, η ανάπτυξη δεξιοτήτων, η διάπλαση του χαρακτήρα
3. το στάδιο, η βαθμίδα εκπαίδευσης («πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δευτεροβάθμια μέση, ανώτερη, ανώτατη»)
4. το είδος της εκπαίδευσης («επαγγελματική εκπαίδευση, στρατιωτική, εκκλησιαστική, ιατρική κ.λπ.»).