εκπορθώ

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκπορθῶ)
κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφω
αρχ.
1. παίρνω ως λάφυρα
2. φρ. «ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι» — έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία.