εκτακτοσυστολή
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
η
ιατρ. η μη φυσική και πρόωρη συστολή κάποιας καρδιακής κοιλότητας η οποία προκαλεί στιγμιαία διακοπή.