εκτιμητής
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek Monolingual
ο (θηλ. εκτιμήτρια)
1. αυτός που κάνει υποκειμενική εκτίμηση πράγματος, γεγονότος ή καταστάσεως («εκτιμητής ακινήτων, εσοδείας, κέρδους, ζημίας, περιουσίας, πολύτιμων λίθων κ.λπ.»)
2. αυτός που αποφασίζει ή ενεργεί κατά την κρίση και την εμπειρία του σχετικά με το ποιόν, την αξία ή τη σημασία προσώπου ή γεγονότος («εκτιμητής τών περιστάσεων, της πολιτικής καταστάσεως», «εκτιμήτρια τών ανδρικών αδυναμιών»)
3. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει επιτυχώς και με οξυδέρκεια.