εκτόπλασμα

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

το
1. (ψυχοφυσ.) το μυστηριώδες πλάσμα που με την υλοποίηση του ψυχικού ρευστού σχηματίζεται έξω από το σώμα του μεταψυχικού ατόμου (μέντιουμ) και μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές της ανόργανης και οργανικής ζωής, κατά την αποκρυφιστική αντίληψη
2. ζωολ. το εξωτερικό στρώμα του σώματος τών μονοκύτταρων μικροσκοπικών πρωτοζώων, αλλιώς εξώπλασμα.