ελάδιον

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

ἐλᾴδιον, το (AM)
υποκορ. του έλαιον
μικρή ποσότητα λαδιού, λαδάκι
αρχ.-μσν.
υποκορ. του ἐλάα
νεαρή ελιά.