ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
ἐλᾴδιον, το (AM)υποκορ. του έλαιονμικρή ποσότητα λαδιού, λαδάκιαρχ.-μσν.υποκορ. του ἐλάανεαρή ελιά.