εμβαθύνω

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source

Greek Monolingual

(AM ἐμβαθύνω)
1. σκάβω βαθιά, βαθουλώνω, κοιλαίνω
2. μτφ. (αμτβ.) κατανοώ με προσεκτική μελέτη
αρχ.
1. κάνω κάτι βαθύτερο ή πλατύτερο
2. (για κακία) βυθίζομαι, υποκύπτω.