εναβρύνομαι
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
(AM ἐναβρύνομαι)
υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.
1. (απολ.) κορδώνομαι
2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι
3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι
4. έχω κάτι για καύχημα («χώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.).