εναποθήκευση
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
Greek Monolingual
η
αποθήκευση, συσσώρευση, συγκέντρωση, διαφύλαξη πραγμάτων σ' έναν τόπο («εναποθήκευση σοδειάς, τροφίμων» κ.λπ.).