εναύλιος

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐναύλιος, -ον και ἐναύλιος, -ία, και -ίη -ον)
αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή βρίσκεται στην αυλή
αρχ.
1. «εναύλιος θύρα»
2. μτφ. εσωτερικός, ενδόμυχος, βαθύς
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐναυλίη
ο λαιμός της μήτρας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐναύλιον
η κατοικία, το ενδιαίτημα.