ενθήκη
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
ἐνθήκη, η (AM) εντίθημι
1. αποταμίευμα, προμήθεια, ποσότητα, περιουσία
2. χρηματικό κεφάλαιο
3. ένθεση, παρεμβολή
4. έγκλειση, φράγμα, περίβολος.