ενθεάζω

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

ἐνθεάζω (AM) ένθεος
είμαι ένθεος, γίνομαι ένθεος, θεόληπτος, γεμίζω από θεία έμπνευση, κατέχομαι από θείο πνεύμαμάντις χρησμοὺς λέγων καὶ ἐνθεάζων», Απολλόδ.).