ενισχυτικός
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που βοηθεί, τονώνει, δυναμώνει, παρέχει ενίσχυση, ο επικουρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενισχυτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].