ενοχοποίηση

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source

Greek Monolingual

η
η επίρριψη σε κάποιον της ενοχής για αξιόποινη πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].