ενοχοποιώ
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
Greek Monolingual
(AM ἐνοχοποιῶ, -έω)
καθιστώ, θεωρώ, χαρακτηρίζω κάποιον ένοχο
μσν.
1. αναλαμβάνω την υποχρέωση
2. είμαι υπεύθυνος για κάποιον.
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
(AM ἐνοχοποιῶ, -έω)
καθιστώ, θεωρώ, χαρακτηρίζω κάποιον ένοχο
μσν.
1. αναλαμβάνω την υποχρέωση
2. είμαι υπεύθυνος για κάποιον.