ενσείω

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

ἐνσείω (AM) σείω
1. εκσφενδονίζω («ἔνσεισον, ὦναξ... βέλος», Σοφ.)
2. σείω με το χέρι
αρχ.
1. χτυπώ βίαια στο έδαφος
2. καταστρέφω, διασπώ
3. εξωθώ, ωθώ
4. επιτίθεμαι, προσβάλλω.