ενόχληση

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐνόχλησις) ενοχλώ
πρόκληση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας
νεοελλ.
ελαφρός πόνος ή αδιαθεσία.