εξάρτιση

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξάρτισις) εξαρτίζω
μσν.- νεοελλ.
εφοδιασμός με τα χρειώδη, εξοπλισμός πλοίου
μσν.
τμήμα ναυστάθμου όπου ναυπηγούνται ή επισκευάζονται πλοία
αρχ.
(για πολεμική μηχανή) προετοιμασία για βολή.