εξαγγελτήριος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

-ο και -α, -ο (AM ἐξαγγελτήριος, -ον)
εξαγγελτικός, αυτός που μεταδίδει αγγελία ή αρμόδιος για εξαγγελία.