εξαγωγέας
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
Greek Monolingual
ο (Α ἐξαγωγεύς) εξάγω
νεοελλ.
1. αυτός που εξάγει εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής τους στο εξωτερικό («εξαγωγέας σταφίδας»)
2. εργαλείο ή μέρος εργαλείου που χρησιμεύει για εξαγωγή
αρχ.
αυτός που οδηγεί προς τα έξω (για τον επικεφαλής στρατιωτικής μονάδας ή τη βασίλισσα τών μελισσών).