οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
ἐξαρῶμαι, -άομαι (Α) αρώμαι1. καταριέμαι2. (για ίδρυση ναού) καθιερώνω, καθαγιάζω με προσευχές.