εξαρώμαι

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

ἐξαρῶμαι, -άομαι (Α) αρώμαι
1. καταριέμαι
2. (για ίδρυση ναού) καθιερώνω, καθαγιάζω με προσευχές.