ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(I)ἐξαύω (Α) αύωβγάζω, ιδ. από την κατσαρόλα.(II)ἐξαύω (Α) αύωθερμαίνω.(III)ἐξαύω (Α) αὔωξεφωνίζω, κραυγάζω.