εξημέρωμα

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

(I)
και ξημέρωμα, το
ο ερχομός της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα].
(II)
το εξημερώνω
η εξημέρωση.